- αδιάφθορος
- -η, -ο (Α ἀδιάφθορος, -ον)1. ο μη διεφθαρμένος, ο καθαρός, ο αγνός («αδιάφθορος χαρακτήρας»)2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να διαφθαρεί3. (για άρχοντες, δικαστές, υπαλλήλους κ.λπ.) αυτός που δεν παρασύρθηκε με δώρα, χρήματα και άλλα μέσα σε παράβαση ή μη εκτέλεση του καθήκοντός του, αδωροδόκητος, αδέκαστοςαρχ.άφθαρτος, αναλλοίωτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + διαφθείρω.ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. ἀδιαφθορία].
Dictionary of Greek. 2013.